- περιπτερούχος
- ο, η, Ν(δ. τ.) βλ. περιπτεριούχος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
περιπτεριούχος — και περιπτερούχος, ο, η, Ν ο κάτοχος περιπτέρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < περίπτερο + ούχος* (< έχω). Ο τ. περιπτεριούχος αναλογικά προς τα: εκατομμυρ ι ούχος, πηδαλ ι ούχος, πολ ι ούχος κ.λπ.] … Dictionary of Greek
περιπτερ(ι)ούχος — ο κάτοχος περιπτέρου: Ο περιπτερούχος είπε πως δεν κυκλοφόρησαν σήμερα εφημερίδες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)